- πελιούμαι
- -όομαι Α [πελιός]γίνομαι πελιδνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποπελιούμαι — ἀποπελιοῡμαι ( όομαι) (Α) [πελιούμαι] γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω … Dictionary of Greek
πελίωμα — τὸ, Α [πελιούμαι] πελίδνωμα … Dictionary of Greek
πελίωση — η / πελίωσις, ώσεως, ΝΑ [πελιούμαι] νεοελλ. ιατρ. παλαιά ονομασία τής πορφύρας αρχ. σχηματισμός μελανής κηλίδας στο δέρμα, πελίδνωση … Dictionary of Greek